Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οι εφημερίδες

  • 1 εφημερίδες

    ἐφημερίς
    diary: fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > εφημερίδες

  • 2 ἐφημερίδες

    ἐφημερίς
    diary: fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > ἐφημερίδες

  • 3 εμπνέω

    (αόρ. έμπνευσα и ενέπνευσα, παθ. αόρ. εμπνεύσθηκα и ενεπνεύσθην) μετ.
    1) вдохновлять, воодушевлять;

    τον εμπνέει το παράδειγμα σου — его вдохновляет твой пример;

    2) вызывать, внушить, вселять (какое-л. чувство и т. п.);

    η συμπεριφορά του μού εμπνέει δυσπιστία — его поведение меня настораживает;

    εμπνέω φρίκη (φόβους) — внушать, вызывать ужас (опасение);

    εμπνέω θάρρος — придавать смелость;

    εμπνέω ελπίδες — вселять надежду;

    3) вдувать;

    εμπνέομαι 1. αμετ.

    1) — вдохновляться (чём-л.); — черпать (мысли и т. п.);

    ο ποιητής εμπνέεται από την άνοιξη — весенний пейзаж вдохновляет поэта;

    πολλοί εμπνέονται από τα βιβλία του — многие черпают идеи в его книгах;

    2) испытывать влияние; инспирироваться;

    οι εφημερίδες εμπνέονται από τούς χρηματιστικούς κύκλους — газеты находятся под влиянием финансовых кругов;

    2. μετ. открывать, изобретать;
    ο Έδισσον ενεπνεύσθη τον φωνογράφον Эдисон изобрёл фонограф;

    § εμπνέομαι υπό αρίστων διαθέσεων — иметь наилучшие намерения

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εμπνέω

  • 4 κεντρικός

    η, ό[ν]
    1) центральный; расположенный в центре; 2) центральный; главный;

    κεντρική επιτροπή — центральный комитет;

    κεντρικό ταχυδρομείο — главный почтамт;

    κεντρικές εφημερίδες — центральная печать; — центральные газеты;

    3) перен. основной, главный;

    κεντρική ιδέα — основная идея;

    § κεντρική θέρμανση — центральное отопление

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κεντρικός

  • 5 λέγω

    (αόρ. είπα и είπον, παθ. αόρ. ελέχθην и ειπώθηκα, μελλ. θα πεί, μετχ. είπωμένος и είρημένος) μετ.
    1) говорить, разговаривать; высказывать; рассказывать;

    λέγ παραμύθια — рассказывать небылицы;

    λέγω ανοησίες — говорить вздор;

    τί (μού) λες! что ты говоришь!;
    σού είπα να σιωπήσεις! я тебе сказал — замолчи!; τί έχεις να πείς; что скажешь?; τί θέλετε να πείτε μ' αυτό; что вы этим хотите сказать?; σε ρωτώ και συ δε μού λες я тебя спрашиваю, а ты не отвечаешь; άλλα λες κι' άλλα κάνεις ты говоришь одно, а делаешь другое; 2) перен. говорить, передавать, сообщать; λένε πώς... говорят, ходят слухи...; τί λένε οι εφημερίδες γι' αυτό; что об этом пишут в газетах?; η παροιμία λέει... пословица гласит...; ο νόμος το λ,έγει καθαρά закон ясно говорит об отом; 3) говорить, выражать; τό πρόσωπο του λέει πολλά его лицо выражает многое; 4) говорить, обещать; ό, τι λέει δεν ξελέει он не берёт свои слова обратно; είπα ξείπα я пообещал, я и отказал; 5) полагать, считать, думать;

    λέγω να ξρθω και γώ — я тоже думаю прийти;

    λέγω να μην πας — тебе, по-моему. лучше не идти;

    ποτέ μου δεν τώλεγα να... никогда не думал, что...;
    ποιός να (μας) τώλεγε; кто бы мог подумать?; 6) означать, значить; τί πάει να πεί αυτό; что это значит?; αυτό θα πεί... это значит...; 7) называть, звать, именовать; πώς σε λένε; как тебя зовут?; 8) называть, считать; τον λες γι' άνθρωπο; разве можно его назвать человеком?; γιά κακό το λένε это считается плохим; μπορείς να το πείς αυτό φαγητό; разве это еда?; 9) читать, декламировать; петь; πες μας και συ ένα μινόρε спой и ты нам что-нибудь; τί ποίημα θα μας πείς; какое стихотворение ты нам прочтёшь?;

    § λέγω κατ' εμαυτόν — или λέγω με το νού μου — думать про себя, размышлять;

    είπε και εγένετο сказано — сделано;
    ό,τι πουν όλοι λέω κι' εγώ как все, так и я; δεν σού λέγω или δεν λέγω όχι я ничего не говорю, может быть это и так; εδώ τα λέμε мы беседуем; τα είπαμε ένα χεράκι а) мы поспорили, поссорились; б) мы, наконец, объяснились; τα λένε οι βουλευτές депутаты заседают; εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω говорить попусту; ούτε τού папа, να μην το πείς храни это в строжайшей тайне; κάτι μας λές ничего нового ты нам не сообщил; δεν μας λες τίποτε в твоих словах нет никакого смысла; αυτό δεν λέει τίποτε это ни о чём не говорит; τό λέει η περδικούλα του или τό λέει η καρδιά του он сильный, храбрый, мужественный человек; ; κατά το λέγειν του по его словам; σαν να λέμβ или πού λέει ο λόγος скажем, например, то есть; λέγε-λέγε..., πές-πές... мало-помалу, понемногу; πές-πές με καταφέρανε мало-помалу они меня уговорили;

    λέγω δεν κατάλαβα — будто я и не понял;

    οδτως ειπείν так сказать;
    πού λες... или πού λέτε... итак, значит; слушайте дальше; έτσι πού λες вот так, вот что получилось, вот что произошло; χωρίς να πεί κουβέντα не говоря ни слова; εδώ πού τα λέμε собственно говоря; между нами говоря; *ίξω απ' το χορό πολλά τραγούδια λένε легко тебе говорить; άζ πούμε (или πες), πώς... допустим, предположим, что...; ας πούμε (πες) πώς έγινες πλούσιος предположим, что ты разбогател; ο λόγος το λέει к слову сказать; (γιά) να πούμε την αλήθεια откровенно говоря, по правде говоря; φέρ' ειπείν например; λες και (как) будто; εχουμε και λέμε итак, значит у нас... (при счёте); τα είπαμε! решено!, договорились!; ποιός το λέει; где это записано?; εμένα μού λες; что ты мне рассказываешь?, кому ты это говоришь?, расскажи это кому-нибудь другому; άλλο να σού τα λέω κι' άλλο να τ'ακούσεις (να το δεις) словами не передать, это невыразимо (неописуемо); πού να τού (τό) πεί ο παπάς στ' αυτί (κι' ο διάκος στο κεφάλι) чтоб ему околеть; θα το κάνεις και θα πείς κι' ένα τραγούδι только попробуй этого не сделать, сделаешь, как миленький;

    λέγομαι

    1) — называться, именоваться;

    2) слыть, считаться;

    § λέγεται — говорят, ходят слухи;

    δεν λέγεται — невыразимый, неописуемый;

    καθ' ά κοινώς λέγεται — то есть, другими словами;

    αυτό να λέγεται — само собой (разумеется), конечно, несомненно;

    ούτε να λέγεται — и речи быть не может, ни в коем случае

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λέγω

  • 6 προσκείμενος

    η, ο[ν]
    1) близкий, ближе лежащий; 2) перен. близкий, приближённый; приверженный;

    ο προσκείμενος στην κυβέρνηση — близкий к правительству;

    οι προσκείμενες στην κυβέρνηση εφημερίδες — официозные газеты

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προσκείμενος

См. также в других словарях:

  • ἐφημερίδες — ἐφημερίς diary fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστρονομικές εφημερίδες — Κατάλογοι η πίνακες που δίνουν κατά ημερολογιακή σειρά διάφορα στοιχεία που αναφέρονται κυρίως στις θέσεις των ουράνιων σωμάτων (αστέρες, Ήλιος, Σελήνη, πλανήτες κλπ.). Οι α.ε. περιέχουν επίσης όλα τα χρήσιμα και αναγκαία στοιχεία για την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • Καβαφάκης — Επώνυμο δύο αδελφών δημοσιογράφων. 1. Ανδρέας (Αϊδίνι Μικράς Ασίας 1870 – 1922). Σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και αργότερα στο Παρίσι. Άρχισε τη δημοσιογραφική του καριέρα στο Κάιρο, όπου συνεργάστηκε με τις ελληνικές εφημερίδες Φως και …   Dictionary of Greek

  • Μέρντοχ, Ρούπερτ — (Rupert Murdoch, Μελβούρνη 1931 –). Αυστραλό αμερικανός ιδιοκτήτης Μ.Μ.Ε. Ήταν γιος εκδότη εφημερίδων της Αυστραλίας και σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Την περίοδο 1950 52 εργάστηκε στην αγγλική εφημερίδα Daily Mirror ως βοηθός συντάκτη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»